- καλοξετάζω
- βλ. καλοεξετάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοξετάζω — εξετάζω κάτι με προσοχή, ερευνώ επισταμένως … Dictionary of Greek
καλοεξετάζω — και καλοξετάζω καλοεξέτασα και καλοξέτασα, καλοεξετάστηκα και καλοξετάστηκα, καλοεξετασμένος και καλοξετασμένος, εξετάζω καλά: Δεν καλοεξέτασα την υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)